εὐεπίτευκτος
English (LSJ)
ον, A easily hitting the mark, successful, περί, πρός, εἴς τι, Vett.Val.39.20,40.36, 45.10; ἐν μάχαις Malch. p.391 D.; opportune, βοήθημα Sever. Clyst.p.34D.
German (Pape)
[Seite 1065] glücklich treffend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐεπίτευκτος: -ον, εὐκόλως ἐπιτυγχάνων τοῦ σκοποῦ, ἐπιτυχής, ἐν μάχαις Ἀνών. παρὰ τῷ Σουΐδ.· πρόσφορος, Σευῆρος περὶ Κλυστήρ. σ. 34 Dretz.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐεπίτευκτος, -ον)
αυτός που επιτυγχάνεται εύκολα, ο κατορθωτός
αρχ.
1. αυτός που επιτυγχάνει εύκολα τον σκοπό του
2. ο πρόσφορος, ο κατάλληλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επι-τευκτός (< επι-τυγχάνω), πρβλ. αν-επί-τευκτος, δυσ-επίτευκτος].