κατορθωτός

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

Greek Monolingual

-ή, -όν κατορθώ
1. αυτός που μπορεί να κατορθωθεί, πραγματοποιήσιμος, εφικτός («αυτά που λες δεν είναι κατορθωτά»)
2. το ουδ. ως ουσ. το κατορθωτό
η δυνατότητα της επίτευξης ενός έργου («δώσατέ με την άδειαν ν' αμφιβάλλω περί του κατορθωτού», Καλλιγ.).