κατορθωτός

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source

Greek Monolingual

-ή, -όν κατορθώ
1. αυτός που μπορεί να κατορθωθεί, πραγματοποιήσιμος, εφικτός («αυτά που λες δεν είναι κατορθωτά»)
2. το ουδ. ως ουσ. το κατορθωτό
η δυνατότητα της επίτευξης ενός έργου («δώσατέ με την άδειαν ν' αμφιβάλλω περί του κατορθωτού», Καλλιγ.).