ἐγκαλυπτέος
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
α, ον, A fit to be veiled, hidden, Ap. Ty. Ep.18.
Spanish (DGE)
-α, -ον
que debe ocultarse, esconderse ἐ. ἕκαστος ὁ ματαίως ἐν δόξῃ γενόμενος Ap.Ty.Ep.18.