σικυωνία
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,= κολοκύντη, Hp.Loc.Hom.47, Plu.2.154c; Megalopolitan word acc. to Ath.2.58f.
German (Pape)
[Seite 881] ἡ, = σικύα, in allen Bedeutungen, bes. Schröpfkopf; Ath. II, 58 f; Plut. Sept. sap. conv. 10.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
courge, coloquinte, plante.
Étymologie: σικύα.
Greek Monolingual
(I)
και ιων. τ. σικυωνίη, ἡ, Α σικύα
η κολοκυθιά.
(II)
η, Α
βλ. σικυώνιος.
Russian (Dvoretsky)
σῐκυωνία: ἡ медицинская банка Plut.