σικυώνιος

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α σίκυος
αυτός που προέρχεται από τον σίκυο, από το αγγούρι («σικυώνιον ἔλαιον», Αέτ.).