σικυώνιος

From LSJ

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α σίκυος
αυτός που προέρχεται από τον σίκυο, από το αγγούρι («σικυώνιον ἔλαιον», Αέτ.).