κολοκυθιά

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source

Greek Monolingual

η κολοκύθι
1. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλων φυτών της οικογένειας κουκουρβιτίδες ή κολοκυνθίδες, αλλ. κολοκύνθη
2. φρ. «παίζω την κολοκυθιά»
α) παίζω το παιχνίδι ερωταποκρίσεων: «Κολοκυθιά που κάνει (αριθμός) κολοκύθια» — «Γιατί να κάνει (αριθμός);» — «Αμ πόσα να κάνει;» κ.λπ.
β) συνεχίζω με τρόπο ανιαρό, με μικροαλλαγές την ίδια συζήτηση.