αὐτοσχιδής
From LSJ
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
English (LSJ)
ές, A simply slit: simple, ὑπόδημα Hermipp. 18, cf. αὐτοσχεδές.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοσχιδής: -ές, ἁπλῶς εἰργασμένος, αὐτοσχιδὲς ὑπόδημα, τὸ ἁπλῶς εἰργασμένον, Ἕρμιππος ἐν «Δημόταις»5 (Πολυδ. Ζ΄ , 89).