κορδακίζω

Revision as of 09:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A dance the κόρδαξ, Hyp.Phil.7, D.Chr.33.9, D.C.50.27, Jul.Mis.350b.

Greek (Liddell-Scott)

κορδᾱκίζω: μέλλ. -ίσω, τὸν κόρδακα ὀρχοῦμαι, Πολυδ. Ϛ΄ 123, Α. Β. 101, κτλ.· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ρήτορες (Walz) 1. 570.

French (Bailly abrégé)

danser le κόρδαξ.

Greek Monolingual

κορδακίζω) κόρδαξ
νεοελλ.
(ενεργ. και μέσ.) εμφανίζομαι ντυμένος άσεμνα, ασχημονώ
αρχ.
χορεύω τον κόρδακα, άσεμνο χορό.

Greek Monotonic

κορδᾰκίζω: μέλ. -σω, χορεύω τον κόρδακα.

Middle Liddell

κορδᾰκίζω, fut. -σω
to dance the κόρδαξ.