διπλεθρία
From LSJ
Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
English (LSJ)
ἡ, A a measure of two πλέθρα, IG9(1).693.20 (Corc.).
Greek (Liddell-Scott)
διπλεθρία: ἡ, μέτρον δύο πλέθρων, Συλλ. Ἐπιγρ. 1840. 20.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
medida de dos pletros ἀνπέλων (sic) δ. dos pletros de viñas, ICr.2.10.1.20, cf. 22 (Cidonia III a.C.).