φαιρίδδω
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
Full diacritics: φαιρίδδω | Medium diacritics: φαιρίδδω | Low diacritics: φαιρίδδω | Capitals: ΦΑΙΡΙΔΔΩ |
Transliteration A: phairíddō | Transliteration B: phairiddō | Transliteration C: fairiddo | Beta Code: fairi/ddw |
Lacon. or Boeot. for σφαιρίζω, and φαιρωτήρ for σφαιρωτήρ, Hsch.
φαιρίδδω: Λακ. ἢ Βοιωτ. ἀντὶ σφαιρίζω, «φαιρίδδειν (Λακ.). σφαιρίζειν» Ἡσύχ. Ahrens D. D. σ. 97.
Α
(κατά τον Ησύχ.) βλ. σφαιρίζω.