ἀμολγάζει
From LSJ
ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul
English (LSJ)
μεσημβρίζει, Hsch.
Spanish (DGE)
μεσημβρίζει Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμολγάζει: «μεσημβρίζει» Ἡσύχ.
ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul
Full diacritics: ἀμολγάζει | Medium diacritics: ἀμολγάζει | Low diacritics: αμολγάζει | Capitals: ΑΜΟΛΓΑΖΕΙ |
Transliteration A: amolgázei | Transliteration B: amolgazei | Transliteration C: amolgazei | Beta Code: a)molga/zei |
μεσημβρίζει, Hsch.
μεσημβρίζει Hsch.
ἀμολγάζει: «μεσημβρίζει» Ἡσύχ.