ὀκτάρουρος

From LSJ
Revision as of 23:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκτάρουρος Medium diacritics: ὀκτάρουρος Low diacritics: οκτάρουρος Capitals: ΟΚΤΑΡΟΥΡΟΣ
Transliteration A: oktárouros Transliteration B: oktarouros Transliteration C: oktarouros Beta Code: o)kta/rouros

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,    A tenant of eight ἄρουραι, PFlor.18.12 (ii A. D.).

Greek Monolingual

ὀκτάρουρος και ὀκτώρουρος, -ον (Α)
ο ενοικιαστής ή ο κάτοχος οκτώ αρουρών, δηλ. αγρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + ἄρουρα «καλλιεργήσιμη γη, χωράφι» (πρβλ. δεκ-άρουρος)].