ψεκτέον
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
(ψέγω) A one must blame, τι Plu.2.27b. 2 ψεκτέος, ψεκτέα, ψεκτέον, to be blamed, S.E.M.2.105.
Greek (Liddell-Scott)
ψεκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ψέγω, δεῖ ψέγειν, τι Πλούτ. 2. 27Α. 2) ψεκτέος, α, ον, ὃν δεῖ ψέγειν, ὃν πρέπει νὰ ψέξῃ ἢ κατακρίνῃ τις, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 105.