ικτερούμαι
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
Greek Monolingual
ἰκτεροῦμαι, -όομαι (Α) ίκτερος
έχω ίκτερο.
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
ἰκτεροῦμαι, -όομαι (Α) ίκτερος
έχω ίκτερο.