ἀμυγδαλέα
From LSJ
ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν → forgive us our trespasses
English (LSJ)
contr. ἀμυγδᾰλῆ, ἡ, A almond-tree, Prunus amygdalus, Eup. 70, Thphr.HP1.6.3, Dsc.1.123.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμυγδᾰλέα: συνῃρ. -λῆ, τὸ δένδρον ἀμυγδαλῆ, Εὔπολ. ἐν «Βάπταις» 7, Θεόφρ., κτλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμυγδαλέα: стяж. ἀμυγδᾰλῆ (ᾰμ) ἡ миндальное дерево Arst.