Μελιταῖος

From LSJ
Revision as of 19:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μελῐταῖος Medium diacritics: Μελιταῖος Low diacritics: Μελιταίος Capitals: ΜΕΛΙΤΑΙΟΣ
Transliteration A: Melitaîos Transliteration B: Melitaios Transliteration C: Melitaios Beta Code: *melitai=os

English (LSJ)

α, ον, A of or from Melita (Malta), κυνίδιον M. Maltese lapdog, Arist.HA612b10, cf. Thphr.Char.21.9, Str.6.2.11, etc.

Greek (Liddell-Scott)

Μελῐταῖος: -α, -ον, ὁ ἐκ Μελίτης («Μάλτας») κυνίδια Μελιταῖα, κυνάρια μικρὰ τῆς «ποδιᾶς», ἅπερ ἔτρεφον αἱ ἁβροδίαιτοι δέσποιναι πρὸς τέρψιν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, τέλ., πρβλ. Θεοφρ. Χαρακτ. 21, Στράβ. 277, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μελιταῖα· ὀθόνιά τινα διάφορα ἐκ Μελίτης τῆς νήσου».

Russian (Dvoretsky)

Μελῐταῖος: с острова Мелита, мелитский (κυνίδιον Arst.).