αἰδοιολείκτης
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
ὁ, = A cunnilingus, Hsch. s.v. σκερός.
Greek (Liddell-Scott)
αἰδοιολείκτης: ὁ, ὁ λείχων τὰ αἰδοῖα, Ἡσύχ. ἐν λέξει σκερός.
Spanish (DGE)
ὁ cunnilingus Hsch.s.u. σκερός.