διάστρωμα

From LSJ
Revision as of 00:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάστρωμα Medium diacritics: διάστρωμα Low diacritics: διάστρωμα Capitals: ΔΙΑΣΤΡΩΜΑ
Transliteration A: diástrōma Transliteration B: diastrōma Transliteration C: diastroma Beta Code: dia/strwma

English (LSJ)

ατος, τό, A abstract of title-deeds in land registry, POxy. 237 viii 39 (ii A. D.), etc. II = digestum, Gloss.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
admin. registro, lista τῶν ἱκανοδοσιῶ(ν) τοῦ ιβ (ἔτους) POxy.3807.36 (I d.C.), (ὀκταδράχμου) σπονδῆς Διονύσου BGU 1897.1 (II d.C.)
esp. registro de la propiedad, catastro τὰ ἐν τῇ τῶν ἐγκτήσεων βιβλιοθήκῃ διαστρώματα POxy.237.8.30, ἐγ διαστρώματος Ἀλ[ε] ξαν[δ] ρέων τρίτου τόμου κολ(λήματος) μα extracto del registro de los Alejandrinos, tomo tercero, columna cuarenta y uno, PGen.100.1 (II d.C.), διαστρώ(ματα) τῆς α(ὐτῆς) κώ(μης) POsl.107.9 (II d.C.), διὰ πενταετίας ἐπανανεοῦσθαι τὰ διαστρώματα POxy.237.8.42, cf. PWash.Univ.2.17 (ambos II d.C.), glos. a digestum, Gloss.2.49.

Greek Monolingual

διάστρωμα, το (AM)
1. καταγραφή, κατάλογος
2. καταγραφή τίτλου ιδιοκτησίας σε κτηματολόγιο
3. πανδέκτης.