δυσαντίρρητος
From LSJ
English (LSJ)
ον, = foreg., A gloss on ἐχυρόν, Hsch., EM406.7. Adv. δῠσαντί-τως Plb. 9.31.7.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαντίρρητος: -ον, = τῷ προηγ., Ἐτυμ. Μ. ‒ Ἐπίρρ. -τως, Πολύβ. 9. 31, 7.
Spanish (DGE)
-ον
1 irrefutable, firmeglos. a ἐχυρός Hsch., EM 406.7G.
2 adv. -ως de manera irrefutable εἰρηκέναι Plb.9.31.7.