εὐθηλήμων

Revision as of 01:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, gen. ονος, = sq., A μόσχος AP6.263 (Leon.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐθηλήμων: -ον, σπάν. τύπος τοῦ ἑπομ., μόσχος Ἀνθ. Π. 6. 623.

Greek Monolingual

εὐθηλήμων, -ον (Α)
ο ευθηλής, ο ακμαίοςεὐθηλήμων μόσχος»).

Greek Monotonic

εὐθηλήμων: -ον, σπάνιος τύπος του επομ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐθηλήμων: 2, gen. ονος хорошо вскормленный, упитанный (μόσχος Anth.).

Middle Liddell

rare form for εὐθηλής, Anth.]