καρπογονία

Revision as of 10:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A productiveness, X.Smp.2.25, Thphr.CP 1.5.5, Sor.1.42 (pl.), Lib.Or.25.67, Aen.Gaz.Thphr.p.54B.

German (Pape)

[Seite 1328] ἡ, Fruchterzeugung, Fruchtbarkeit; Theophr.; Plut. Symp. 2, 6, 1.

Greek (Liddell-Scott)

καρπογονία: ἡ, παραγωγὴ καρποῦ, καρποφορία, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 5, 5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
production de fruits, fécondité.
Étymologie: καρπογόνος.

Greek Monolingual

η (AM καρπογονία καρπογονώ
η παραγωγή καρπών, η καρποφορία («αὔξεται καὶ θάλλοντα ἀφικνεῑται εἰς τὴν καρπογονίαν», Ξεν.).

Russian (Dvoretsky)

καρπογονία: ἡ производительность, плодородие Plut.