καρπογονία

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρπογονία Medium diacritics: καρπογονία Low diacritics: καρπογονία Capitals: ΚΑΡΠΟΓΟΝΙΑ
Transliteration A: karpogonía Transliteration B: karpogonia Transliteration C: karpogonia Beta Code: karpogoni/a

English (LSJ)

ἡ, productiveness, X.Smp.2.25, Thphr. CP 1.5.5, Sor.1.42 (pl.), Lib.Or.25.67, Aen.Gaz.Thphr. p.54B.

German (Pape)

[Seite 1328] ἡ, Fruchterzeugung, Fruchtbarkeit; Theophr.; Plut. Symp. 2, 6, 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
production de fruits, fécondité.
Étymologie: καρπογόνος.

Russian (Dvoretsky)

καρπογονία:производительность, плодородие Plut.

Greek (Liddell-Scott)

καρπογονία: ἡ, παραγωγὴ καρποῦ, καρποφορία, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 5, 5.

Greek Monolingual

η (AM καρπογονία καρπογονώ
η παραγωγή καρπών, η καρποφορία («αὔξεται καὶ θάλλοντα ἀφικνεῖται εἰς τὴν καρπογονίαν», Ξεν.).