καρπογονία
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
ἡ, productiveness, X.Smp.2.25, Thphr. CP 1.5.5, Sor.1.42 (pl.), Lib.Or.25.67, Aen.Gaz.Thphr. p.54B.
German (Pape)
[Seite 1328] ἡ, Fruchterzeugung, Fruchtbarkeit; Theophr.; Plut. Symp. 2, 6, 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
production de fruits, fécondité.
Étymologie: καρπογόνος.
Russian (Dvoretsky)
καρπογονία: ἡ производительность, плодородие Plut.
Greek (Liddell-Scott)
καρπογονία: ἡ, παραγωγὴ καρποῦ, καρποφορία, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 5, 5.
Greek Monolingual
η (AM καρπογονία καρπογονώ
η παραγωγή καρπών, η καρποφορία («αὔξεται καὶ θάλλοντα ἀφικνεῖται εἰς τὴν καρπογονίαν», Ξεν.).