καρπογόνος
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
(parox.), ον, bearing fruit, Dsc.5.141, prob. in Lyr. in Philol.80.338.
German (Pape)
[Seite 1328] Frucht erzeugend, Diosc.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fertile litt. qui engendre des fruits.
Étymologie: καρπός, γίγνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
καρπογόνος: -ον, φέρων καρπόν, καρποφόρος Διοσκ. 5. 159.
Greek Monolingual
καρπογόνος, -ον (Α)
1. αυτός που φέρει καρπό, ο καρποφόρος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καρπογόνον
η καρπογονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυ-γόνος ζωο-γόνος)].