κεραυνόβολος

From LSJ
Revision as of 12:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνόβολος Medium diacritics: κεραυνόβολος Low diacritics: κεραυνόβολος Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: keraunóbolos Transliteration B: keraunobolos Transliteration C: keravnovolos Beta Code: kerauno/bolos

English (LSJ)

ον, A hurling the thunder, Ζεύς IG5(2).37 (Tegea); πῦρ τὸ κ. the thundersmiting fire, AP12.63 (Mel.); κ. νεφέλαι Orph.Fr.256; of planetary influences, Vett.Val.14.17; title of the Roman Legio XII Fulminata, D.C.71.9. II proparox. κεραυνόβολος, ον, Pass., thunder-stricken, of Semele, E.Ba.598 (lyr.), cf. D.S.1.13, etc.

Greek Monolingual

κεραυνόβολος, -ον (Α)
αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. αστρό-βολος, νιφό-βολος. Η προπαροξυτονία δίνει στη λ. παθητική σημασία].

Russian (Dvoretsky)

κεραυνόβολος: ὁ пораженный громом (sc. Σεμέλα Eur.; δένδρον Diod.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραυνόβολος -ον [κεραυνός, βάλλω] door de bliksem getroffen.

Middle Liddell

βάλλω [cf. κεραυνοβόλος
pass. thunder-stricken, Eur.