κορδίνημα
From LSJ
English (LSJ)
A v.l. for σκορδίνημα (q.v.), Erot.
Greek (Liddell-Scott)
κορδίνημα: διάφ. γραφ. ἀντὶ σκορδίνημα, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
κορδίνημα, τὸ (Α)
βλ. σκορδίνημα.
Full diacritics: κορδίνημα | Medium diacritics: κορδίνημα | Low diacritics: κορδίνημα | Capitals: ΚΟΡΔΙΝΗΜΑ |
Transliteration A: kordínēma | Transliteration B: kordinēma | Transliteration C: kordinima | Beta Code: kordi/nhma |
A v.l. for σκορδίνημα (q.v.), Erot.
κορδίνημα: διάφ. γραφ. ἀντὶ σκορδίνημα, ὃ ἴδε.
κορδίνημα, τὸ (Α)
βλ. σκορδίνημα.