λαχανοκοπικός
From LSJ
Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit
English (LSJ)
ή, όν, A for pounding vegetables, λίθοι POxy.1913.65 (vi A.D.).
Greek Monolingual
λαχανοκοπικός, -ή, -όν (Μ)
κατάλληλος για κόψιμο λαχάνων («λαχανοκοπικοι λίθοι», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαχανοκόπος < λάχανον + -κόπος].