μαλθακία

Revision as of 14:37, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A = μαλακία, Pl.R.590b.

Greek (Liddell-Scott)

μαλθᾰκία: ἡ, = μαλακία, Πλάτ. Πολ. 590Β.

Greek Monolingual

μαλθακία, ἡ (Α) μαλθακός
μαλθακότητα, τρυφηλότητα.

Greek Monotonic

μαλθᾰκία: ἡ, = μαλακία, σε Πλάτ.

Middle Liddell

μαλθᾰκία, ἡ, = μαλακία, Plat.]