θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death
η, Νη ιδιότητα του τρυφηλού.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφηλός. Η λ., στον λόγιο τ. τρυφηλότης, μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκ. Δ. Βυζαντίου].