μαλακία

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλᾰκία Medium diacritics: μαλακία Low diacritics: μαλακία Capitals: ΜΑΛΑΚΙΑ
Transliteration A: malakía Transliteration B: malakia Transliteration C: malakia Beta Code: malaki/a

English (LSJ)

Ion. μαλακίη, ἡ, (μαλακός)
A softness, Hp.Aër. 20: hence, of persons, moral weakness, opp. καρτερία, Arist.EN1150a31, cf. Hdt.6.11, Th.1.122, Lys.10.11, X.Smp.8.8, D.11.22, etc.; τῇ σαυτοῦ ζυγομάχει μ. Men.201.5.
2 = κιναιδεία, Ph.2.306, Plu.CG4, D.C.58.4.
3 weakliness, sickness, LXX Ge.42.4, Ev.Matt.4.23, Ps.-Hdt.Vit.Hom.36, POxy.1151.27 (v A. D.); μαλακία σώματος, opp. μαλακία ψυχῆς, Phld.Mus.p.30 K.
II calmness of the sea, malacia ac tranquillitas, Caes.BG3.15.3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. mollesse, faiblesse de constitution;
II. au mor.
1 mollesse, manque d'énergie;
2 facilité d'humeur ou douceur excessive.
Étymologie: μαλακός.

German (Pape)

ἡ, Weichheit, bes. Weichlichkeit, wie sie bes. den Persern von den Griechen vorgeworfen wird, Isocr. 4.149, μήδων, Xen. Cyr. 8.8.15, μαλακίᾳ θρυπτομένου, Conv. 8.8; Plat. vrbdt μαλακία καὶ ἀργία, Rep. III.398e, καὶ ἡμερότης, ib. 410d; διὰ μαλακίαν ψυχῆς, Gorg. 491b; καὶ ῥᾳθυμία, Isae. 10.11; καὶ ἀταξίη, Her. 6.11; der καρτερία entgegengesetzt, Mangel an Tatkraft, an kräftigen Entschlüssen, Schlaffheit im Handeln, Xen. Ages. 5.2, wie auch Thuc. 1.122 ἀξυνεσία, μαλακία, ἀμέλεια als Fehler der Bürger zusammenstellt; Arist. eth. 3.7 erkl. es als τὸ φεύγειν τὰ ἐπίπονα; ἡ τρυφὴ μαλακία τίς ἐστι 7.7. Von körperlicher Schwachheit, Her. v. Hom. 36.
Bei Isae. 8.36 παράγων ἄνδρα θεραπείαις καὶ μαλακίαις hat Bekker κολακείαις aufgenommen.

Russian (Dvoretsky)

μᾰλᾰκία: ион. μᾰλᾰκίη
1 изнеженность, расслабленность, безволие (Μήδων Xen.; ψυχῆς Plat.);
2 мягкость (μ. καὶ ἡμερότης Plat.);
3 слабость, недуг (πᾶσα νόσος καὶ πᾶσα μ. NT).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκία: Ἰων. -ίη, ἡ (μαλακὸς) μαλακότης, καὶ ἐπὶ ἀνθρώπων, λεπτότης, ἐκθήλυνσις, Λατ. mollities, Ἡρόδ. 6. 11, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, Θουκ. 1. 122, Λυσ. 117. 10, κτλ.· τῇ σαυτοῦ ζυγομάχει μ. Μένανδ. ἐν «Ἡνιόχῳ» 1. 5. α) = κιναιδεία, Φίλων ΙΙ, 306, 22, Ὠριγέν. IV, 620C, κλ. β) = τῷ ἀναφλᾶν, μαλάσσειν τὸ αἰδοῖον, κοινῶς «μαλακία», Μακάρ. 448Α, κλ. 2) ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 7, 4, ἀντίθ. τῷ καρτερία, ἔλλειψις ὑπομονῆς, ἀσθένεια, ἀδυναμία· - ἐν τῷ πληθ. παράγων ἄνδρα θεραπείαις καὶ μαλακίαις Ἰσαῖ. 73. 8. 3) ἀσθένεια, ἀδναμία, τὸ ἐπίνοσον, Βίος Ὁμήρου 36. - Καθ’ Ἡσύχ.: μαλακία· νόσος. βλακία. ΙΙ. γαλήνη τῆς θαλάσσης, malacia παρὰ Caesar. B. G. 3. 15.

English (Strong)

from μαλακός; softness, i.e. enervation (debility): disease.

English (Thayer)

μαλακίας, ἡ (μαλακός);
1. properly, softness (from Herodotus down).
2. in the N.T. (like ἀσθένεια, ἀρρωστία) infirmity, debility, bodily weakness, sickness (the Sept. for חלִי, disease, νόσος, Matthew 10:1.

Greek Monolingual

η (AM μαλακία, Α ιων. τ. μαλακίη) μαλακός
αυνανισμός
νεοελλ.
ανόητη πράξη ή βλακώδης λόγος, βλακεία
μσν.-αρχ.
σωματική ή ψυχική εξασθένηση, αδυναμία, ασθένεια («θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ», ΚΔ)
αρχ.
1. μαλακότητα, η ιδιότητα του μαλακού
2. το να αποφεύγει κάποιος τους κόπους ή το να μην μπορεί να υπομείνει τις δυσχέρειες, μαλθακότητα («φιλοκαλούμέν τε γὰρ μετ' εὐτέλειας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας», Θουκ.)
3. κιναιδεία
4. αταραξία της θάλασσας, γαλήνη.

Greek Monotonic

μᾰλᾰκία: Ιων. -ίη, ἡ (μαλακός
I. 1. απαλότητα, μαλακή αίσθηση, μαλθακότητα (εκθυλησμός), σε Ηρόδ., Θουκ.
2. έλλειψη υπομονής, αδυναμία, σε Αριστ.
II. η ηρεμία της θάλασσας, νηνεμία, σε Καίσ.

Middle Liddell

μᾰλᾰκία, ἡ, μαλακός
I. softness, delicacy, effeminacy, Hdt., Thuc.
2. want of patience, weakness, Arist.
II. calmness of the sea, Caesar.

Chinese

原文音譯:malak⋯a 馬拉企阿
詞類次數:名詞(3)
原文字根:柔軟 相當於: (חֳלִי‎) (מַדְוֶה‎) (מַחֲלֶה‎ / מַחֲלָה‎)
字義溯源:軟弱,柔軟,疾病,病症,雜症,虛弱;源自(μαλακός)*=柔軟的)。參讀 (ἀσθένεια)同義字
出現次數:總共(3);太(3)
譯字彙編
1) 雜症(3) 太4:23; 太9:35; 太10:1

English (Woodhouse)

effeminacy, slackness, supineness, lack of energy, want of energy

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

mollitia, segnitia, softness, idleness, 1.122.4, 2.40.1, 2.61.4. 2.85.2, 5.7.2, 5.75.3.

Translations

weakness

Arabic: ضِعْف‎; Egyptian Arabic: ضعف‎; Asturian: debilidá; Azerbaijani: zəiflik; Belarusian: слабасць; Bulgarian: слабост; Catalan: debilitat, feblesa; Chinese Mandarin: 虛弱, 虚弱, 軟弱, 软弱, 薄弱, 薄弱; Czech: slabost; Danish: svaghed; Dutch: zwakte; Esperanto: malforto, malforteco; Finnish: heikkous, voimattomuus; French: faiblesse; Galician: debilidade, fraqueza; Georgian: სისუსტე, უღონობა, უძლურება, უსუსურობა, უნიათობა; German: Schwäche; Gothic: 𐌿𐌽𐌷𐌰𐌹𐌻𐌹; Greek: αδυναμία; Ancient Greek: ἀδράνεια, ἀδυναμία, ἀδυναμίη, ἀδυνασία, ἀδυναστία, ἀδυνατία, ἀλαπαδνοσύνη, ἀμαυρότης, ἀμυδρότης, ἀνηπελίη, ἀρρωστία, ἀρρωστίη, ἀσθένεια, ἀσθένημα, ἀσθένωσις, ἀφαυρότης, ἐλάσσωμα, ἐλάττωμα, εὐπέτεια, εὐπετείη, θρύψις, ἰσχνότης, κακότης, μαλακία, μαλακίη, νωθρότης, ὀλιγηπελία, ὀλιγηπελίη, ὀλιγοδρανία, σαθρότης, τὸ ἀσθενές, χώλανσις; Hebrew: חולשה‎; Hungarian: gyengeség; Interlingua: debilitate; Irish: anacmhainn, aimhneart, anbhainne, cloíteacht, éadaingne, éagruas, fainne, lag, lagachar, lagar, lagbhrí, laige, léiriú, lobhra, meirbhe, meirfean, meirtne, taise, time, tláithe, tlás, tréithe; Italian: debolezza, cagionevolezza, fievolezza; Japanese: 弱さ, 弱小, 脆弱; Korean: 약함; Latin: infirmitas, debilitas; Macedonian: слабост; Malayalam: ബലഹീനത, ദുർബലത, ക്ഷീണം; Maori: hārorerore, māruru; Norwegian Bokmål: svakhet; Nynorsk: svakheit; Occitan: debilitat, feblesa; Old Church Slavonic Cyrillic: слабость; Old East Slavic: слабость; Old English: untrumnes; Polish: słabość; Portuguese: fraqueza; Russian: слабость; Serbo-Croatian Cyrillic: слабост; Roman: slabost; Slovak: slabosť; Slovene: šibkost; Spanish: debilidad, flaqueza; Swahili: ajizi; Swedish: svaghet; Tagalog: kahinaan; Thai: ความอ่อนแอ; Turkish: sıskalık, zayıflık, argınlık, çelimsizlik; Ukrainian: слабість, слабкість; Walloon: flåwté, flåwisté, fweblesse; Welsh: gwendid