νυκτίπλανος

Revision as of 16:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A roaming by night, Orac. ap. Luc.Alex.54.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτίπλᾰνος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα πλανώμενος, Λουκ. Ἀλεξ. 54.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. νυκτίπλαγκτος.
Étymologie: νύξ, πλανάω.

Greek Monolingual

νυκτίπλανος, -ον (Α)
αυτός που περιπλανάται τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) -πλάνος (< πλανῶμαι)].

Greek Monotonic

νυκτίπλᾰνος: -ον, αυτός που περιφέρεται τη νύχτα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

νυκτίπλᾰνος: Luc. = νυκτίπλαγκτος.

Middle Liddell

νυκτί-πλᾰνος, ον,
roaming by night, Luc.