πολυαλθής
English (LSJ)
ές, (ἄλθος) A curing many diseases, Dsc.3.146.
German (Pape)
[Seite 659] ές, viele Krankheiten heilend, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
πολυαλθής: ές. (ἄλθος) ὁ πολλὰς νόσους θεραπεύων, πολὺ ἰαματικός, Διοσκ. 3. 163.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που θεραπεύει πολλές νόσους, ο πολύ ιαματικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ + -αλθής (< ἄλθος «θεραπεία, φάρμακο»), πρβλ. ευ-αλθής, παν-αλθής].