πολιότριχος

Revision as of 20:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A = πολιόθριξ, Opp.C.3.293.

German (Pape)

[Seite 655] = πολιόθριξ, πολιότριχα γένεθλα, Opp. Cyn. 3, 293.

Greek (Liddell-Scott)

πολιότρῐχος: -ον, = πολιόθριξ, Ὀππ. Κυν. 3. 293.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ψαρές τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός» + -τριχος (< θρίξ, τριχός), πρβλ. καλλί-τριχος, λεπτό-τριχος].