προσηρμοσμένως

From LSJ
Revision as of 22:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσηρμοσμένως Medium diacritics: προσηρμοσμένως Low diacritics: προσηρμοσμένως Capitals: ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: prosērmosménōs Transliteration B: prosērmosmenōs Transliteration C: prosirmosmenos Beta Code: proshrmosme/nws

English (LSJ)

Adv. A fittingly, Hsch. s.v. ἀραρῶσαι.

Greek (Liddell-Scott)

προσηρμοσμένως: ἁρμοδίως, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀραρῶσαι.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με τρόπο που αρμόζει, καθώς πρέπει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσηρμοσμένος, μτχ. μέσου παρακμ. του προσαρμόζω.