προσηρμοσμένως
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English (LSJ)
Adv. A fittingly, Hsch. s.v. ἀραρῶσαι.
Greek (Liddell-Scott)
προσηρμοσμένως: ἁρμοδίως, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀραρῶσαι.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με τρόπο που αρμόζει, καθώς πρέπει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσηρμοσμένος, μτχ. μέσου παρακμ. του προσαρμόζω.