Ἀδωνιασμός
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A mourning for Adonis, Ar.Lys.389.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀδωνιασμός: -οῦ, ὁ, ὁ θρῆνος ὁ γινόμενος διὰ τὸν Ἄδωνιν. Ἀριστοφ. Λυσ. 390.