ον, A acquired, opp. inherited, ἀρχή Hdn.1.5.5.
[Seite 771] noch dazu erworben, Sp.
πρόσκτητος: -ον, ὁ προσέτι κτηθείς, Ἡρῳδιαν. 1. 5, 13.
-ον, ΝΑ προσκτῶμαιαυτός που αποκτήθηκε επί πλέον ή μετέπειτα, επίκτητος.