πρόσκτητος

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσκτητος Medium diacritics: πρόσκτητος Low diacritics: πρόσκτητος Capitals: ΠΡΟΣΚΤΗΤΟΣ
Transliteration A: prósktētos Transliteration B: prosktētos Transliteration C: prosktitos Beta Code: pro/skthtos

English (LSJ)

πρόσκτητον, acquired, opp. inherited, ἀρχή Hdn.1.5.5.

German (Pape)

[Seite 771] noch dazu erworben, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσκτητος: -ον, ὁ προσέτι κτηθείς, Ἡρῳδιαν. 1. 5, 13.

Greek Monolingual

-ον, ΝΑ προσκτῶμαι
αυτός που αποκτήθηκε επί πλέον ή μετέπειτα, επίκτητος.