πῖπος
English (LSJ)
ἡ, A v.l. for πιπώ in Arist.HA609a30, 617a28. II ὁ, a young piping bird, cj. for ἵππους in Ath.9.368f.
Greek (Liddell-Scott)
πῖπος: διάφ. γραφ. ἀντὶ πιπώ· Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 17 καὶ 21. ΙΙ. ὁ, νεογνὸν πτηνὸν εἰσέτι πιππίζον, Λατ. pipio, Ἀθήν. 368F (κατὰ Casaub. ἀντὶ ἵππους).