σπαλακός
From LSJ
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
English (LSJ)
ή, όν, perh. A mole-coloured, BGU1283.16 (iii A.D.), dub. in PHib.1.120.15 (iii B.C.).
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σπάλαξ, -ακος]
πιθ. αυτός που έχει το χρώμα του ασπάλακα.