κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
Full diacritics: συμπαρασύρω | Medium diacritics: συμπαρασύρω | Low diacritics: συμπαρασύρω | Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΣΥΡΩ |
Transliteration A: symparasýrō | Transliteration B: symparasyrō | Transliteration C: symparasyro | Beta Code: sumparasu/rw |
[ῡ], 'A throw in incidentally, φατικῶς Phld.Mus. p.79K., cf. p.54K.
συμπαρασύρω: [ῡ], παρασύρω ὁμοῦ, Vol. Hercul. 1, κεφ. 14.
ΝΜΑ παρασύρω
παρασύρω κάποιον ή κάτι μαζί μου.
ΝΜΑ παρασύρω
παρασύρω κάποιον ή κάτι μαζί μου.