φυλαρχία
English (LSJ)
ἡ, A office of φύλαρχος, Arist.Pol.1322b5 (pl.), Com.Adesp.25.4 D. (pl.).
German (Pape)
[Seite 1314] ἡ, das Amt des φυλάρχης, Arist. pol. 6, 8.
Greek (Liddell-Scott)
φῡλαρχία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ φυλάρχου, Ἀριστοτ. Πολιτικ. 6. 8, 15.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
charge de φύλαρχος.
Greek Monolingual
ἡ, Α φύλαρχος
1. (στην Αθήνα) το αξίωμα του φυλάρχου, του διοικητή του ιππικού κάθε φυλής
2. (κατά τον Ησύχ.) «πομπή τις».
Greek Monotonic
φῡλαρχία: ἡ, το αξίωμα του φυλάρχου, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
φῡλαρχία: ἡ должность или звание филарха Arst.