φυλάρχης
From LSJ
τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right
English (LSJ)
φυλάρχου, ὁ, = φύλαρχος, IG12 (2).505.4 (Methymna), LXX 2 Ma.8.32, Ph.1.497, al.
German (Pape)
[Seite 1314] ὁ, Anführer, Vorsteher einer φυλή, bes. im Kriege bei der Reiterei.
Russian (Dvoretsky)
φῡλάρχης: ου ὁ v.l. = φύλαρχος.
Greek (Liddell-Scott)
φῡλάρχης: -ου, ὁ = φύλαρχος, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Η΄, 32), διάφ. γραφὴ παρὰ Ξεν., Φίλωνι κλπ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αρχηγός φυλής, φύλαρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λ. φύλαρχος, κατά τα αρσ. σε -ης].