χρυσουργός

Revision as of 16:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A goldsmith, LXX Wi.15.9, Poll.l.c.

German (Pape)

[Seite 1382] in Gold arbeitend, ὁ χρυσουργός, Goldarbeiter, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος τὸν χρυσόν, χρυσοχόος, Κριτίας 65, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΕ΄, 9).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui travaille l’or, orfèvre, joaillier.
Étymologie: χρυσός, ἔργον.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
χρυσοχόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός. Η λ. απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. kurusowoko = χρυσοFοργός)].