ψηφικός

From LSJ
Revision as of 16:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψηφικός Medium diacritics: ψηφικός Low diacritics: ψηφικός Capitals: ΨΗΦΙΚΟΣ
Transliteration A: psēphikós Transliteration B: psēphikos Transliteration C: psifikos Beta Code: yhfiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A involving calculations, Vett.Val.191.30, al.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ψήφος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψήφο
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λογαριασμό («διὰ ψηφικῶν λόγων» — με αριθμητικούς υπολογισμούς, πάπ.).