ἀκαταφόρητος
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
ον, A not to be borne, Hsch. s.v. ἀνάρσιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαταφόρητος: -ον, «ἀνάρσιον, ἀβάστακτον, ἀκαταφόρητον, ἄδικον, ἀνάρμοστον», Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ον que no puede ser llevado Hsch.s.u. ἀνάρσιον.