ἀπερίπνευστος
From LSJ
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
ον, A sheltered from wind, Agathin. ap. Orib.10.7.16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερίπνευστος: -ον, ὁ μὴ ὑπὸ τῶν ἀνέμων περιπνεόμενος, ἐν ἀπεριπνεύστῳ, ἐν τόπῳ μὴ προσβαλλομένῳ ὑπ’ ἀνέμων, Ἀγαθῖνος ἐν Matth. Med. 288.
Spanish (DGE)
-ον
resguardado del viento neutr. subst. ἐν ἀπεριπνεύστῳ Agathin. en Orib.10.7.16.