ἀπογηράσκω
English (LSJ)
A grow old, Thgn.821, Hp.Aph.2.20; part. ἀπογηράς dub. l. Alex.278; inf. ἀπογηρᾶν, of senile dementia, Gal.16.696; ἀπεγήρασα Thphr.HP7.13.6; of vines, ὅσσαι δέ κα . . ἀπογηράσκωντι fail from old age, Tab.Heracl.1.170.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπογηράσκω: γίνομαι γέρων, γηράσκω, Θέογν. 819, ὁ μὲν γ’ (ἄνθρωπος) ἀπογηράσκων ἀηδὴς γίνεται, οἶνον δὲ τὸν παλαίτατον σπουδάζομεν Ἱππ. Ἀφ. 1245: ἀπογηράς, μετοχ. ἀορ. (ἴδε γηράσκω), πιθανὴ γραφὴ ἐν Ἀλέξιδος Ἀδήλοις 15· ἀλλ’ ἀπεγήρασα ἐν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 7. 13, 6· ἐπὶ ἀμπέλων, ὅσσαι δὲ κα… ἀπογηράσκωντι, ἐκλείπωσιν ἕνεκα γήρως, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλογ. Ἐπιγρ. 5774. 170.
French (Bailly abrégé)
Spanish (DGE)
envejecer de pers. ἀπογηράσκοντας ... τοκῆας Thgn.821, cf. Hp.Aph.2.20, Morb.2.55, Arist.PA 658b20, Alex.278 (cód.)
•del narciso, Thphr.HP 7.13.6, del vino, Plu.2.702c, ὅσσαι δέ κα τᾶν ἀμπέλων ἀπογηράσκωντι TEracl.1.170, δυνάμεις Plu.2.1129d.
Greek Monotonic
ἀπογηράσκω: μέλ. -γηράσομαι [ᾱ], γερνώ, σε Θέογν.
Russian (Dvoretsky)
ἀπογηράσκω: стариться, стареть Arst.
Middle Liddell
to grow old, Theogn.