ἀποιστέον
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
A perferendum, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποιστέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀποφέρω, πρέπει τις νὰ ἀποφέρῃ, ἀποκομίσῃ, ἀφαιρέσῃ, Γλωσσ.
Spanish (DGE)
perferendum, Gloss.2.237.