ἀποστάνομαι
From LSJ
κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life
English (LSJ)
A = ἀφίσταμαι, PGen.53.21 (iv A.D.).
Spanish (DGE)
apartarse de καὶ οὐκ ἀποστάνομαί σου ὡς πρῶτον PAbinn.36.21 (IV d.C.).