ἀρκάριος
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
ὁ, = A arcarius, POxy.126.15 (vi A. D.).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): -άρις SEG 2.421 (Macedonia)
lat. arcarius, tesorero ἀρκάρις ἀργενταρίων SEG l.c., cf. IEphesos 809.1, IP 8(3).99 (imper.), οἱ ἀρκάριοι τῆς ἁγιωτάτης μεγάλης ἐκκλησίας Cod.Iust.1.2.24.16, cf. Iust.Nou.147.2 (p.720), ἀρκάριος ὁ θησαυροφύλαξ Greg.Cor.in meth.p.1122
•recaudador del fisco imperial τὰ ... καταβαλλόμενα τῷ ... ἀρκαρικαρίῳ (sic) ἤτοι ἐμβολάτορι POxy.126.15 (VI d.C.).