ἀσχημόνησις
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English (LSJ)
εως, ἡ, A = ἀσχημοσύνη, Sm.Ps.43(44).16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσχημόνησις: -εως, ἡ, = ἀσχημοσύνη, Σύμμ. Παλ. Διαθ.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
indecencia ἡ ἀ. μου ἀντικρύς μου Sm.Ps.43.16, ἐκάλυψεν ἀ. τὸ πρόσωπόν μου Sm.Ps.68.8.